- μηδισμός
- ο (Α μηδισμός) [μηδίζω]το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τούς Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μηδισμός — leaning towards the Medes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδισμός — leaning towards the Medes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδισμός — ο η συνεργασία με τους Πέρσες, το να ακολουθεί κανείς τα ήθη των Περσών: Ο μηδισμός ήταν συχνό φαινόμενο στην αρχαιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηδισμοῦ — Μηδισμός leaning towards the Medes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδισμοῦ — Μηδισμός leaning towards the Medes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδισμῷ — Μηδισμός leaning towards the Medes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδισμῷ — Μηδισμός leaning towards the Medes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδισμόν — Μηδισμός leaning towards the Medes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδισμόν — Μηδισμός leaning towards the Medes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Médisme — Proskynèse : les courtisans se prosternent devant le Grand Roi. Ce rite choquait les Grecs, les « médisants » durent pourtant s y plier[1]. Dans la Grèce antique, le médi … Wikipédia en Français